- χοντρομπαλάς, -ού, -άδικο
- ο πάρα πολύ χοντρός στο σώμα, ο σωματώδης: Μας ήρθε με τη γυναίκα του τη χοντρομπαλού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντρομπαλάς — ού, άδικο, Ν χοντρός στο σώμα, παχύσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + μπάλα + κατάλ. άς (πρβλ. λογ άς)] … Dictionary of Greek